- αγγειόπλυμα
- τό1) помои; 2) тряпка для мытья посуды; 3) мерзавец, негодяй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγειόπλυμα — το ύματος 1. το ακάθαρτο νερό από το πλύσιμο των αγγείων. 2. άνθρωπος ελεεινός, κάθαρμα, λέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)